Το σινεμά «ΡΕΞ» κτίστηκε το 1950 στη θέση του κινηματοθεάτρου «ΣΑΛΟΝ ΡΟΖ» που κάηκε το 1948. Ενώ το «Σαλόν Ροζ» ήταν ένα πολύ όμορφο νεοκλασικό κτήριο (δυστυχώς δεν διασώθηκαν φωτογραφίες), το «Ρεξ» ήταν μια μεγάλη μακρόστενη αίθουσα, την οποία αποκαλούσαν «αποθήκη». Κτίστηκε πολύ πρόχειρα και βιαστικά από τους ενοικιαστές που ήθελαν να ανακάμψουν οικονομικά, από τη μεγάλη ζημιά που τους προξένησε η καταστροφή του «Σαλόν Ροζ». Άλλωστε η περιούσια ανήκε και ανήκει μέχρι σήμερα στον ΕΦΚΑΦ. Στο «ΡΕΞ», προβάλλονταν πιο πολύ ταινίες λαϊκού περιεχομένου και ταινίες δράσης, σε αντίθεση με τα σινεμά «Παλλάς» και «Μακρίδη», όπου προβάλλονταν πιο ποιοτικά έργα.
Στη λεωφόρο Γρηγόρη Αυξεντίου λειτουργούσε το καλοκαιρινό κηποθέατρο του «ΡΕΞ», ο «Μαγικός Κήπος». Αργότερα μετονομάστηκε σε «Nτιάνα». Βρισκόταν δίπλα στον «Παράδεισος», τη θερινή σκηνή του σινεμά «Μακρίδη».
Οι φίλοι των ταινιών της εποχής εκείνης, διάφεραν από τους σημερινούς. Συμμετείχαν ενεργά στην πλοκή του έργου, με επευφημίες και λόγια συμπαράστασης… προς τους καλούς και με αποδοκιμασίες… προς τους κακούς ήρωες του έργου. Αυτό συνέβαινε πιο πολύ στις απογευματινές προβολές της Κυριακής, λόγω της παρουσίας των μαθητών. Συμμετείχαν στην πλοκή του έργου λες και τους άκουγαν οι ηθοποιοί. Έτσι, φράσεις όπως: «Come on παιδί», όταν ο ήρωας έτρεχε με το άλογό του ή κυνηγούσε τον «κακό» ή «Shoot/Gool», όταν ο πρωταγωνιστής φιλούσε την κοπέλα του, κάποιοι τις θυμούνται ακόμα.
Ειδικά στο «ΡΕΞ» παρατηρούσε κάποιος το εξής φαινόμενο: οι νεαροί έπαιρναν τα φυλλάδια τα οποία έγραφαν «ολίγα λόγια επί της υποθέσεως του έργου», τα δίπλωναν, τα έκαναν χάρτινα βέλη, έβαζαν μια καρφίτσα στις μύτες των αυτοσχέδιων βελών και τα εκσφενδόνιζαν στην οροφή του σινεμά όπου καρφώνονταν. Έτσι η οροφή γέμιζε από χάρτινα βέλη, τα οποία όταν κάποια στιγμή έπεφταν, έβρισκαν τα κεφάλια των ανυποψίαστων θεατών.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό των κινηματογραφικών αιθουσών ήταν τα σκεβρωμένα ξύλινα δάπεδα. Ο λόγος ήταν ότι τα… ράντιζαν πριν από κάθε παράσταση για να περιορίζουν τη σκόνη που προκαλούσαν τα ποδοβολητά των νεαρών θεατών, η οποία δημιουργούσε αποπνιχτική ατμόσφαιρα μέσα στην κλειστή αίθουσα. Όταν η αίθουσα δινόταν για χοροεσπερίδες, το ανώμαλο πάτωμα δυσκόλευε τους χορευτές. Έτσι, πριν από κάθε χορό, αφού μετακινούσαν τα καθίσματα, σκούπιζαν και καθάριζαν το πάτωμα σχολαστικά, κάρφωναν βαθειά τις πρόκες που προεξείχαν και έτριβαν το πάτωμα με μεγάλες ποσότητες βορικού οξέος για να γυαλίσει. Τοποθετούσαν τα τραπέζια στα πλάγια, αφήνοντας το κέντρο της αίθουσας κενό για την πίστα, ενώ τη σκηνή κατελάμβανε η ορχήστρα. Στο φουαγιέ τοποθετούσαν τον μπουφέ.
Στη αίθουσα του «ΡΕΞ», όπως και στου «Μακρίδη», γίνονταν οι χοροεσπερίδες του ΓΣΖ, των αθλητικών σωματείων αλλά και άλλων οργανώσεων (Νοσοκομείου, Ερυθρού Σταυρού, Φιλοπτώχου Αδελφότητας, κ.ά). Οι χοροί του καρναβαλιού, όπως «Το Γέρικο Φεγγάρι» του Πεζοπορικού και «Η χιονισμένη Βαρσοβία» της ΕΠΑ, άφησαν εποχή για τη ζωντάνια και τον διάκοσμό τους. Στο μουσικό μέρος των χορών κυριαρχούσε ο Έρμαν Ζιρίγκοβιτς με την ορχήστρά του (Πληροφ: Ανδρέας Ο. Ευρυβιάδης, Λάρνακα Πολυαγαπημένη, σσ. 25-29)
Στο «ΡΕΞ» ανέβασε για πρώτη φορά όπερα ο σπουδαίος Λαρνακιώτης μουσικός, Δημήτρης Τιρίμος, διευθυντής του παραρτήματος του «Ελληνικού Ωδείου» στη Λάρνακα. Το 1952 την «Τραβιάτα» του Βέρντι και τον χειμώνα του 1955 τη «Λουτσία Ντι Λαμερμούρ», το «Ελιξίριο του έρωτα» και την «Τραβιάτα» για δεύτερη φορά, με μαέστρο της ορχήστρας τον εντεκάχρονο τότε γιο του, διάσημο σήμερα πιανίστα Μαρτίνο Τιρίμο. Στις παραστάσεις συμμετείχαν ηθοποιοί από την Ιταλία καθώς και Κύπριοι μουσικοί και τραγουδιστές.
Μετά το 1960 δίνονταν και πρωινές παραστάσεις. Σε μερικές, το εισιτήριο ήταν… πέντε πώματα (ττάποι) αναψυκτικών. Αυτό γινόταν για διαφημιστικούς σκοπούς. Έδινες τους 5 τάππους, έπαιρνες ένα αναψυκτικό της ιδίας μάρκας και παρακολουθούσες την ταινία.
Παρά τις προσπάθειες του Δήμου να αναδείξει την αίθουσα ως πολιτιστικό χώρο, οι προσπάθειες δεν τελεσφόρησαν λόγω εξωγενών παραγόντων.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Σωκράτη Τ. Αντωνιάδη «Η Λάρνακα του Πουρίνου» που εκδόθηκε το Νοέμβριο του 2015.
Φωτογραφία: κατά παραχώρηση Λούη Περεντού.